υδροκλιματολογικός

υδροκλιματολογικός
-ή, -ό, Ν [υδροκλιματολογία]
ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκλιματολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”